- πυκνοπνεύματος
- πυκνο-πνεύμᾰτος, ον,A having rapid respiration, Hp.Epid.6.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνοπνεύματος — having rapid respiration masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοπνεύματος — ον, Α αυτός που έχει ταχεία αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, ατος (πρβλ. απο πνεύματος)] … Dictionary of Greek
πυκνοπνεύματον — πυκνοπνεύματος having rapid respiration masc/fem acc sg πυκνοπνεύματος having rapid respiration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek